ἀσβολώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσβολώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσβολώνω Ἤπ. Θήρ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κρήτ. Κύθηρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ.) Παξ. - Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. Λ. Μαβίλ. Ἔργα 90 ἀσβουλώνου Ἤπ. Μακεδ. (Γρεβεν.) ᾽σβολώνω Κρήτ. Λευκ. Πόντ. (Σινώπ.) - Λεξ. Δημητρ. ᾽σβολών-νω Ρόδ. ᾽σβουλών-νου Μεγίστ. ᾽σβουλώνω Λεξ. Δημητρ. ᾽σβουλώνου Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀρβοουώνω Νάξ. (Φιλότ.) Μέσ. χασβαλώνουμι Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀσβολῶ. Ὁ τύπ. χασβαλώνουμι κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ χάσκω. Περὶ τῆς λ. ἰδ. Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 1,136 καὶ Ν. Πολιτ. ἐν Λαογρ. 4 (1912 3) 653 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Μελαίνω, ρυπαίνω δι᾽ αἰθάλης Θήρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. Φιλότ.) - Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ.: Ἀσβολώσετέ dονε ᾽ιˬὰ τὸ πεῖσμα dου κιˬ ἂς μὴν ἤθελε τὸν ἀσβολιˬάρι Ἀπύρανθ. Πὲς πῶς μ᾽ ἐσβόλωσες μὲ τὴ gουβέdα ποῦ ᾽πες αὐτοθ. Ἤρθανε ἀσβολωμένοι Βόθρ. Τὴ gουριˬαλὴ ἐσυdράλευγε κ᾽ εἶναι ἀρβοουωμένος (κουριˬαλὴ = πηλίνη χύτρα) Φιλοτ. Παροιμ. Τὸ κάρβουνο ἀναμμένο καίει, σβησμένο ἀσβολώνει (ἐπὶ ἀνθρώπων ὁπωσδήποτε ἐπιβλαβῶν) Θήρ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Πλουτάρχ. Κίμ. 1 «τοὺς δ᾽ ἀπὸ τοῦ γένους αὐτοῦ... αἰολίζοντες ἀσβολωμένους καλοῦσι διὰ τὸ τὸν Δάμωνα πρὸς τὸν φόνον ἀσβόλῳ χρισάμενον ἐξελθεῖν». 2) Καίω, ἀπανθρακῶ Μακεδ. (Γρεβεν.): ᾎσμ. Φουτιˬὰ ἄς σὶ κάψῃ, κυνηγέ, φουτιˬὰ κιˬ ἂς σ᾽ ἀσβουλώσῃ, οὑπ᾽ ἄφηκις τὴν πέρδικα νὰ κιλαδάῃ ᾽ς ἄλλους. 3) Κάμνω τινὰ νὰ χάσῃ τὴν διαύγειάν του ὑπὸ ἰσχυροῦ πλήγματος, ἀπροσδοκήτου εἰδήσεως, κοπώσεως ἢ ἄλλης τινὸς αἰτίας Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Κύθηρ. Μακεδ. Μεγίστ. Πόντ. (Σινώπ.) Ρόδ.: Ἐσβούλωσε᾽ς με, γιˬέ μου (ἐνν. διὰ τοῦ θανάτου σου) Μεγίστ. Ἐσβολώθην ποῦ τ᾽ ἄκουσε Ρόδ. Ἀσβόλωσέ μ᾽ ὁ πόνος Κρήτ. Ἀσβολωμένος εἶν᾽ ὁ κακομοίρης, γιˬατὶ τοῦ ψόφησ᾽ ἡ -  - ἀιλα͜ιά dου (ἀιλα͜ιὰ = ἀγελὰς) αὐτόθ. Νὰ φραῇ ἡ λαλιˬά σου, γιˬατὶ ᾽σβολῶθα (ἐσκοτίσθην, ἐζαλίστηκα νὰ σὲ ἀκούω) Σινώπ. || ᾎσμ. Εἶδαν παππᾶδις κ᾽ ἔχασκαν, οἱ διˬάκοι χασβαλώθ᾽καν κί τὰ μικρὰ διˬακόπουλλα ἔπισαν τὰ χαρτιˬά τους Μακεδ. β) Τυφλώνω Κρήτ.: Ἀσβόλωσέ dονε. Διὰ τὴν σημ. πβ. τὸ παλαιὸν «κόρας κατησβόλωσεν αὐτὸς ὀμματων... Ἰδ. Ν. Πολιτ ἐν Λαογρ. 4 (1912/3) 655 σημ. 9. 4) Πληγώνω, τραυματίζω Κρήτ.: Νὰ σ᾽ ἀσβολώσῃ θέλει, μόνο φύγε. Ἐσβόλωσε μιˬὰ bέρδικα καὶ τὴν ἤπιˬασ᾽ ὁ σκύλλος. Ἤκατσέ μου μιˬὰ bερόνα᾽ς τὸ bόδα κ᾽ ἐσβολώθηκα, δὲ bορῶ νὰ πατήσω. 5) Καταστρέφω Ρόδ. Ἐσβολώθην τὀ βυζὶν τῆς κατσίκας. 6) Ἐπηρεάζω, ἐπιδρῶ εἰς τὴν βούλησίν τινος Κέρκ.: Τοὺς ἀσβόλωσα μὲ τὸ μάτι τὴν ὥραν ποῦ τοὺς ἔδινα τὰ σφαιρίδια (ἐνν. τοὐς ψηφοφόρους). 7) Κλέπτω ἐπιτηδείως, ὑποκλέπτω Λευκ. 8) Βλάπτω, προσβάλλω, ἐπὶ κακῶν πνευμάτων Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κρήτ.: Χτὲς τὴ νύχτα ἔκατσε ᾽ς τὸ τρίστρατο καὶ τὸν ἀσβολώσανε Ἀργυρᾶδ. Ἀσβολώθηκε ἡ κωπέλλα σου καὶ πρέπει νὰ τσῆ κάμῃς νυχτολειτουργιˬὰ γιˬὰ νὰ γιˬάνῃ αὐτόθ. ᾽Σβολωμένος εἶναι καὶ δὲ γατέει εἶdα λέει Κρήτ. Μετοχ. 2) Πελιδνός, μαυροκίτρινος Λ. Μαβίλ. Ἔργα 90: Ποίημ. Ἦταν ἀχνὸς ᾽ς τὸ θῶρι του, ᾽ς τὴν ὄψι ἀσβολωμένος. 2) Πλήρης δυστυχίας, ἄθλιος Ἤπ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κρήτ. – Λ. Μαβίλ. Ἔργα 128: Ἡ ὥρα ποῦ γεννήθηκα ἤτονε κακὴ κιˬ ἀσβολωμένη Κρήτ. Τὸ gακό σου τὸ gαιρὸ καὶ τὸν ἀσβολωμὲνονε! (ἀρὰ) Ἀργυρᾶδ. Καταστέματα κακὰ κιˬ ἀσβολωμένα Λ. Μαβιλ ἔνθ᾽ ἀν. || Παροιμ. Ἔντεσε ὁ κακὸς καιρὸς μὲ τὸν ἀσβολωμένο (ἐπὶ ἀντιξόων περιστάσεων) Ἤπ. Ἡ σημ. καί μεσν. Πβ. Πρόδρομ. 1,48 (ἔκδ. Hesseling - Pernot) «ἔχεις με χρόνους δώδεκα ψυχροὺς κι ἀσβολωμένους» 3) Οὐσ., τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ὁ διάβολος Κρήτ.: Ἄμε ᾽ς τὸν ἀσβολωμένο! Πβ. ἀποσβολώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/