γανοχειλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γανοχειλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γανοχειλιˬάζω Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) Μύκ. γανου’λιˬάζου Θεσσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γάνος (ΙΙ) καὶ χείλη.
Σημασιολογία
1)Ἔχω τὰ χείλη λευκὰ (ὡς ἡ γλῶσσα ἡ ἔχουσα ἐπίχρισμα λευκὸν) Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θεσσ. 2) Στενοχωροῦμαι Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) 3) Ἀπαυδῶ, κουράζομαι Μύκ.: Ἀπ’ τὸ μι’’σε μι’’σε γανοχειλιˬασε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA