ἀσβούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσβούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσβούδι τό, Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσβὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -ούδι.

Σημασιολογία

1) Μικρὸς ἀσβός. 2) Μεταφ. ὁ δειλὸς καὶ συστελλόμενος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/