ἀσβούριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσβούριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσβούριστος ἐπίθ. Α. Μαμμελ. Θαλασσιν. 102.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. σβουριστὸς<σβουρίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ περιστρεφόμενος: Μιˬὰ… παρτιδα ἀπὸ λαιμαργους γλάρους... πέφτει μ᾽ ἀστραπῆς γρηγοράδα σβουριστὴ καὶ κατακόρυφα ᾽πά ᾽ς τὸ νερὸ... καὶ ξαναφτερώνει ἀμέσως, μὰ ἀσβούριστη καὶ ξέκλωστη πεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA