ἀσέλλωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσέλλωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσέλλωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀσέλλουτος βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. σελλωτὸς<σελλώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ σελλωθεὶς ἢ ὁ μὴ φέρων σέλλαν, ἐφίππιον, ἐπὶ ὑποζυγίων σύνηθ.: Φοράδα ἀσέλλωτη. Ἄλογο ἀσέλλωτο σύνηθ. - Ὁ στρατὸς φριμάζει σὰν τ᾽ ἄτι ποῦ θέλει νὰ τρέξῃ ᾽ς τὸ λιβάδι ἀσέλλωτο Γ. Βλαχογιανν. Γῦροι ἀνέμ. 105. Ράχι ἀσέλλωτη Κ. Παλαμ. Δωδεκαλ. Γύφτ.2 58. 2) Ὁ μὴ συνηθίζων νὰ καθίζῃ, ἀλλ᾽ ἱστάμενος πάντοτε ὅρθιος Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/