ἀσένιˬο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσένιˬο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀσένιˬο ἐπίρρ. Θήρ. Κεφαλλ. Κύθηρ. Παξ. Σκίαθ. – Α. Παπαδιαμ. Χριστουγενν. διηγ. 88 ἀσένιˬου Μεγιστ. Σάμ. σένιˬο Βιθυν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. α segno.

Σημασιολογία

1) Εἰς τὸ σημεῖον ποῦ ταιριάζει, ἐκεῖ ποῦ πρέπει Βιθυν. Θήρ. Μεγιστ. Θὰ τὸ φέρω ἀσένιˬο Θήρ. Νά ᾽ρθουν ἑ ἁλυσίδες ἀσένιˬου Μεγιστ. Σένιˬο τοῦ ἦρθε τὸ ροῦχο Βιθυν. ᾽Σ τὴν ἐπιστροφή τζη λέει τοῦ βασιλέα πῶς τὸν ἔφερα ἀσένιˬο λιακάκι (ἐκ παραμυθ λιακάκι = λιγάκι) Θήρ. β) Ἐκ συμφώνου Κεφαλλ. Κύθηρ.: Τὰ ρολόγιˬα μας δὲν πάν ἀσένιˬο Κεφαλλ. Ἑμεῖς πάdα πάμε ἀσένιˬο Κύθηρ. 2) Ἐν τάξει Κεφαλλ. Παξ. Σαμ. Σκίαθ. – Α. Παπαδιαμ. ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ ρολόι μου πάει ἀσένιˬο Κεφαλλ. Οὑ γιˬός τ᾽ς... μιˬὰ κὶ δυˬὸ τ᾽ν πααί᾽ ᾽ς τοὺ σπίτ᾽, τ᾽νι᾽ ρίχ᾽ ἀπάν᾽ ᾽ς ἕνα κριββάτ᾽ τ᾽νὶ πλακώ᾽μὶ κάτ᾽ κριμμύδιˬα, σὶ πέντ᾽ ἕξι μέρις ἀσένιˬου ἡ γριˬὰ ᾽ς τοὺ πουδάρ᾽ (ἐκ παραμυθ.) Σαμ. Ἔχετε τίπουτε πράματα νὰ σᾶς κουβαλήσω γιˬὰ να᾽ ᾽μαστε ἀσένιˬο; Α. Παπαδιαμ. ἔνθ᾽ ἀν. || Φρ. Εἶμαι ἀσένιˬο (ἔχω σῴας τὰς φρένας) Κεφαλλ. Ἀσένιˬο κεφάλι αὐτόθ. Ἄνθρωπος ἀσένιˬο Παξ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/