γαντζώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαντζώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαντζώνω σύνηθ. γαντζώνου βόρ. ἰδιώμ. γατζώνω πολλαχ. γατζώνου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γαντώνω Ἤπ. γαντώνου Ἤπ. γαζώνω Κάσ. γαζζών-νω Σύμ. γαρτώνω Πόντ. γραντζώνω Ἀμοργ. γραντζιˬώνω Παξ. σγαντζώνω Κύπρ. Πελοπν. (Μάν. Παππούλ.) σγατζώνω Λευκ. ’ατζώνω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάντζος, παρ’ ὃ καὶ σγάντζος.

Σημασιολογία

Α) Ἐνεργ. 1) Συγκρατῶ, συλλαμβάνω τι δι’ ἀγκίστρου σύνηθ.: Γαντζώνω κἄτι καὶ δὲν πέφτει. Γαντζώθηκε τὸ ψάρι. Μετοχ. γαντζωμένος, στενῶς συνημμένος, συγκεκρατημένος διὰ γάντζου ἢ ὡς διὰ γάντζου. Καὶ ἀμτβ. προσκολλῶμαι που σύνηθ.: Γάντζωσε τὸ τσεγκέλι καὶ δὲ ξεκολνάει. Γάντζωσε τὸ ροῦχο ’ς τὸ βάτο. || Φρ. Γαντζώνω σὲ κἄπο͜ιο (προσκολλῶμαι εἴς τινα, ἔχομαί τινος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον δὲν θέλω ν’ ἀπομακρυνθῶ). Συνών. γαντζέρνω. 2) Κομβώνω Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Τόνε γάτζωσα (τοῦ κούμβωσα τὸ ροῦχο). Β) Μέσ. 1) Ἀγκιστρώνομαι, προσκολλῶμαι ὡς ἄγκιστρον πολλαχ.: Τὰ νύχιˬα τῆς γάττας γάντζωσαν ’ς τὸ χέρι μου. 2) Ἀναρριχῶμαι, ἀνέρπω πολλαχ.: Γαντζώθηκε ’ς τὸν τοῖχο. Συνών. γαντζουνιˬάζω, σκαρφαλώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/