γανώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γανώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γανώνω (ΙΙΙ) Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάνος.
Σημασιολογία
Παχύνομαι τρεφόμενος καλά: Ἐγάνωσε κομμάτι τὸ μουλάρι. Νὰ γανώσῃ λιγάκι τὸ ζῷ νὰ τὸ σφάξωμε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA