ἀσημάδευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημάδευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσημάδευτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ.) ἀσουμάδευτος Μεγίστ. Ποντ. (Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀσ᾽μάδιφτους βόρ. ἰδιώμ ἀ᾽μάδιφτους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. σημαδευτός < σημαδεύω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ σεσημασμένος, ὁ μὴ φέρων σημεῖον πρὸς διάκρισιν, ἀσημείωτος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀσημάδευτο κατσίκι – πρόβατο κττ. κοιν. Ἀσημάδευτον ψωμὶν Κερασ. Ἀσημάδευτον εἶχα τὸ μάθεμαν μ᾽ καὶ ᾽κ᾽ ἔξερα ποῖον νὰ δεβάζω αὐτόθ. Συνών. ἄβουλλος, ἀσημάδιαστος, ἀσήμαδος 1. β) ὁ μὴ ἔχων σωματικὸν ἐλάττωμα, ἀρτιμελὴς πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) Συνών. ἀσημάδιˬαστος, ἀσημείωτος 2. 2) Ὁ μὴ σκοπευθείς, ἀσκόπευτος κοιν. 3) Ὁ μὴ ἀρραβωνισθεὶς Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σαντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀσουμάδευτον κορίτζ᾽ Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA