ἀσήμαδος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσήμαδος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσήμαδος ἐπίθ. Εὔβ. (Μετόχ.) Ἤπ:. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κλουτσινοχ. Λακων. Μαζαίικ. Τρίκκ.) κ.ἀ. - Λεξ. Αἰν. Πρω. Δημητρ. ἀσήμαδους Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. σημάδι.

Σημασιολογία

1) Ἀσημάδευτος 1, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀσήμαδη γίδα Ἤπ. Ἀσήμαδο πρόβατο Λάκων. Κόττα ἀσήμαδη (ἡ πάλλευκος ἢ παμμέλαινα) ἀγν. τόπ. 2) Ὁ μὴ καταλείπων ἴχνος τι τῆς ἐξαφανίσεώς του Εὔβ. (Μετόχ.) Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κλουτσινοχ. Λακων. Μαζαίικ. Τρίκκ.) κ.ἀ. – Λεξ. Δημητρ.: Πῆγε ἀσήμαδος (ἐπνίγη χωρὶς ν᾽ ἀφήσῃ ἴχνος) Λακων. Ἀσήμαδος γίνητε Κλουτσινοχ. Τρίκκ. Ἄφαντος κιˬ ἀσήμαδος νὰ γένῃς! (ἀρὰ) ἀγν. τόπ. Ἡ νεράιδα ... ἐπέταξε τὸ χτένι ... καὶ ἔγιν᾽ ἀσήμαδη (ἐκ παραδ.) Τρικκ. Συνών. ἀσήμαντος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/