ἀσήμαντος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσήμαντος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσήμαντος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀσήμαντος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀνάξιος λόγου, ὁ μηδαμινὸς λόγ. σύνηθ.: Ἀσήμαντη ζημιˬά. Ἀσήμαντο κέρδος λόγ. σύνηθ. || Ποίημ. Κ᾽ εἶμαι μιˬὰ στάλα ᾽ς τὀν ὠκεανό, κ᾽ εἶμαι ᾽ς τὸν κάμπο ἀσήμαντο χορτάρι Κ. Παλαμ. Ὕμν. Ἀθην. 78. 2) Ἀσήμαδος 2, ὃς ἰδ., Πελοπν. (Ἀρκαδ.): Ἄφαντος κιˬ ἀσήμαντος νὰ γένῃς! (ἀρά) Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Νόνν. Διονυσ. 5,232 «θηρὸς ἀσημάντοιο κύων μαντεύεται ὀσμήν».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA