ἀσημο-

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσημο-

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Θέμα

Τυπολογία

ἀσημο- σύνηθ.

Ετυμολογία

Θέμα τοῦ οὐσ ἀσήμι.

Σημασιολογία

Συντίθεται ὡς α΄ συνθετ. συνήθως ἐν τῇ ποιήσει 1) Μετ᾽ οὐσιαστικῶν πρὸς δήλωσιν α) Ὅτι εἶναί τι ἐξ ἀργύρου κατεσκευασμένον, οἷον: ἀσημάγκιστρο, ἀσημόβολο, άσημόζωνη, ἀσημοθήκαρο, ἀσημόκλειδο, ἀσημοκούδουνο, ἀσημόπαιδο, ἀσημοπαρᾶς, ἀσημοποκάμισο, ἀσημόσυρμα, ἀσημότελο κττ. β) Ὅτι εἶναί τι δι᾽ ἀργύρου κεκοσμησμένον, οἷον: ἀσημοκουμπούρα, ἀσημομάχαιρο, ἀσημομαχραμᾶς, ἀσημόσπαθο, ἀσημοτραχηλιˬὰ κττ. γ) Ὅτι ἔχει τι χρῶμα ἀργυροῦν, οἷον: ἀσημόλευκα, ἀσημομέταξο, ἀσημομπογιˬά, ἀσημόσκονι, ἀσημοφέγγαρο κττ. δ) Ὅτι ἔχει τι σχέσιν πρὸς τὸν ἄργυρον, οἷον: ἀσημόνερο, ἀσημόσκονι κττ. 2) Μετ᾽ οὐσιαστικῶν πρὸς σχηματισμὸν ἐπιθέτων δηλούντων τὸν ἔχοντα ἀργυροῦν ἢ ἀργυρόχρουν τὸ ὑπὸ τοῦ β΄ συνθετικοῦ σημαινόμενον, οἷον: ἀσημόθωρος, ἀσημομάνικος, ἀοημοπρόσωπος, ἀσημόστηθος - ἀσημοστήθω κττ. 3) Μετ᾽ ἐπιθέτων πρὸς δήλωσιν ὅτι τὸ ὑπὸ τοῦ β΄ συνθετικοῦ σημαινόμενον γίνεται δι᾽ ἀργύρου ἢ ἀργυροῦ ἀντικειμένου, οἷον: ἀσημοβουλλωμένος, ἀσημογανωμένος, ἀσημοζυμωμένος, ἀσημοκαμαρωτός, ἀσημοκέντητος, ἀσημοκλειδωμένος, ἀσημοχτισμένος, ἀσημόχυτος κττ. 4) Μετὰ ρημάτων πρὸς δήλωσιν α) Ὅτι γίνεταί τι δι᾽ ἀργύρου, οἷον: ἀσημοδένω, ἀσημοκαπνίζω, ἀσημοστολίζω κττ. β) Ὅτι ὁμοιάζει πρὸς τὸν ἄργυρον, οἷον: ἀσημοβροντῶ, ἀσημοφέγγω, ἀσημοφέρνω κττ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/