γιδόστρατα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιδόστρατα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γιδόστρατα ἡ, πολλαχ. ’δόστρατα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γίδι καὶ στράτα.

Σημασιολογία

Στενὸς καὶ δύσβατος δρόμος, οἱονεὶ μόνον ὑπὸ αἰγῶν βατός ἔνθ᾽ ἀν.: Ποῦ πᾷς, μωρ’ Φωτούλα; Ἔναι μιˬὰ γιδόστρατα, ποὺ θὰ ξεσκιστῇς ἀπὸ τὰ βάτα καὶ τὰ παλιˬούριˬα Πελοπν (Γαργαλ.) Ἄ bάρ’ς τὴ ’δόστρατα, σιγὰ-σιγὰ θὰ φτάῃς Θεσσ. (Φάρσαλ) Τσακίτ’κα ὲς βράδ᾽ ὶ μιˬὰ ’δόστρατα, οὕλου κουτρώνιˬα Εὔβ. (Λιχὰς) Ἡ ’δόστρατα ἔκλεισι ἰχτὲς ἀπ᾿ τὴ θιˬουμηνίˬα Ἤπ. (Πράμαντ.) Συνών. γιδόδρομος, γιδομονόπατο, γιδομπόγαζο, γιδοσκάλωμα, γιδοστράτι, γιδοστρατιˬά, γιδόστρατο, γιδόσυρμα, διˬάβα, κατσικόδρομος, κατσικόστρατα, σύρμα. Πβ. μονοπάτι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/