γαργαλητὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαργαλητὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαργαλητὸ τό, Πελοπν. (Ἀρκαδ.)-ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παλληκάρ. 11-Λεξ. Βλαστ. 389 Δημητρ. γαργαλητει͜ὸ Μύκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γαργαλῶ, δι’ ὃ ἰδ. γαργαλίζω.
Σημασιολογία
Γαργάλα 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Οἱ κλέφτες... νο͜ιῶσαν ἕνα γαργαλητὸ τόσο ξινὸ μέσ’ ’ς τὸ λαρύγγι, ποῦ σφίγγαν τὰ σαγόνιˬα τους μὴ σκάσουνε τὰ γέλιˬα ΓΒλαχογιὰνν. ἔνθ’ ἀν. Ἐκάμαμε γαργαλητει͜ό, μαθὲ ἐγαργαλει͜όμεστα συναμεταξύ μας Μύκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA