γαργαλιˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαργαλιˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαργαλιˬάρις ἐπίθ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Σουδεν.) κ.ἀ.-(ΝἙστ. 20, 1054).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γαργάλα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬάρις.
Σημασιολογία
1) Ὁ εὐκόλως γαργαλιζόμενος ἔνθ’ ἀν. 2) Μεταφ. ὁ ἀρεσκόμενος εἰς ἐρωτικὰς ἐπαφάς, ἐρωτύλος (ΝἙστ. ἔνθ’ ἀν.): Ποίημ. Λεβεντιˬὲς καὶ χάρες | κ’ οἱ μικροῦλλες γαργαλλιˬάρες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA