γιδούρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδούρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιδούρα ἡ, Ἤπ. (Κόνιτσ. Κούρεντ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ’δούρα Ἤπ. (Βίτσ. Κουκούλ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Καστορ. Κατάκαλ. Τρικοκκ. Τριφύλλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γίδα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ούρα.
Σημασιολογία
1) Ἀγέλη αἰγῶν Μακεδ. (Καστορ.) β) Ἀγέλη αἰγῶν ἀποτελουμένη ἐκ τοῦ συνόλου τῶν οἰκοσίτων αἰγῶν χωρίου τινὸς καὶ βοσκομένη ὑπὸ ποιμένος ἀπὸ κοινοῦ ἀμειβομένου Ἤπ. (Βίτσ. Κόνιτσ. Κουκούλ. Κούρεντ. κ.ἀ.) Μιθαύριου θὰ τ᾽ ἀπολύκου ’ς τ’ ’δούρα κὶ τὰ κατσίκιˬα Κουκούλ. Πουρνὸ πουρνὸ τὰ μαζώ’ οὑ ’δάρ᾽ς τ᾽ ’δούρα Βίτσ. 2) Τὸ κρέας αἰγὸς μεγάλης ἡλικίας Πελοπν. (Καλάβρυτ.): Μ᾽ ἔπιˬασε κόψιμο, γιˬατὶ τὸ μεσημέρι ἔφαγα μιˬὰ γιδούρα πού ’τανε ’κατὸ χρονῶνε κ’ ἀπάνου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA