γαργαλικιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαργαλικιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαργαλικιˬάζω Ζάκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαργαλίκι.

Σημασιολογία

1) Γαργαλίζω Α1, ὃ ἰδ. 2) Καταλαμβάνομαι ὑπό τινος ἐπιθυμίας, ἡ ὁποία μὲ γαργαλίζει καὶ μὲ παρορμᾷ εἰς ἐκπλήρωσίν της.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/