γιδόχαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδόχαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιδόχαρος ὁ, Εὔβ. (Κὰρυστ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βαμβακ. Δίβρ. Παιδεμέν. κ.ἀ.) ’δόχαρους Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Περίστ κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γίδι καὶ χάρος.
Σημασιολογία
1) Ὁ οἱονεὶ χάρων τῶν αἰγῶν, ὁ κλέπτων, ἐξαφανίζων καὶ σφάζων τὰς αἶγας, ὁ διαβόητος ζωοκλέπτης Πελοπν. Ἀρκαδ. Βαμβακ. Δίβρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν) : Αὐτὸς εἶ᾽ ἕνας ’δόχαρους! Δὲν ἀφι’ γίδα νὰ βιλάξ’ Αἰτωλ. 2) Ὁ ἄγριος ὡς πρὸς τὴν μορφὴν καὶ ἀκοινώνητος ἄνθρωπος Εὔβ. (Κάρυστ) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούτσ. Δίβρ. Παιδεμ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Περίστ. κ.ἀ.): Ἦρθε καὶ τὸ παιδὶ τ’ Ἀντρίκου, κεῖνος ὁ γιδόχαρος ὁ Βασίλης, κ᾽ ἔκατσε πολλιˬὰ ὥρα ’ς τὴν πόρτα μου καὶ μὲ ᾿ποσκόλησε Δίβρ. Μοῦ ’ρθανε προξενε͜ιὰ νὰ πάρω ᾿κεῖνο τὸ γιδόχαρο τὸν Ἀρεστείρη (= Ἀριστείδη) Παιδεμέν. Δὲν τοὺ παίρν’νι οἱ τσοῦπις γιˬατ᾿ εἶνι ’δόχαρους Περίστ. || Παροιμ. Ἀπ’ τὸ ’δούχαρου βιλάσματα θ’ ἀκούσῃς (οἱ ἀγενεῖς καὶ ἀξεστοι δὲν ἀποβάλλουν τὰς συνηθείας των) αὐτόθ. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. Εὔβ. (Ἀκρ.) Πελοπν. (Βαμβακ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA