γάργαλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γάργαλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γάργαλο τό, Κρήτ.-Λεξ. Βλαστ 387.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γαργάλι. Ὁ μεταπλασμὸς συνετελέσθη κατὰ τὸ συνών. σκάνδαλο.
Σημασιολογία
1) Ἀδὴν Λεξ. Βλαστ. 2) Μεταφ. ραδιουργία, σκάνδαλον || Φρ. Βάνω γάργαλα (ραδιουργῶ, διαβάλλω, συνών. φρ. βάζω σκάνδαλα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA