γιλντὶζ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιλντὶζ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιλντὶζ τό, ἐνιαχ. γιλντίζι Θρᾴκ. (Σουφλ.) γελντίζι Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) γιλdίζι Θρᾴκ. (Μυριόφ.) γιλδὶζ λόγ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yildiz = ἄστρον.
Σημασιολογία
1) Τὸ φυτὸν Δαλία ἡ κοκκινωπὴ (Dahlia coccinea) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae). 2) Κύρ ὄν. Γιλδὶζ τὸ ἀνάκτορον τῶν σουλτάνων, καὶ μεταφ. μέγαρον αὐστηρᾶς ἄπομονώσεως λόγ. πολλαχ.: Τό ᾿κανε Γιλδὶζ τὸ γραφεῖο του, δὲν μπορεῖ νὰ πλησιάσῃ ἄνθρωπος Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA