ἀσημοκαλαμίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημοκαλαμίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσημοκαλαμίζω ἀμάρτ. ἀσημουκαλαμίζου Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσήμι καὶ τοῦ ρ. καλαμίζω.
Σημασιολογία
Περιελίσσω τὸ νῆμα ἐκ τῆς ἀνέμης εἰς ἀργυρᾶ πηνία, καλάμια: ᾎσμ. Ἰδιˬάζεις σύ, λεβέντη μου, κιˬ ἀσημουκαλαμίζεις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA