γιναντινὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιναντινὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γιναντινὰ ἐπίρρ., Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σουφλ κ.ἀ.) Ἰων. (Βουρλ.) ἰναdινὰ Κρήτ. ἐναdινὰ Κρήτ. ἰνατινὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἰνατ’νὰ Θεσσ. γιναdινὰ Κρήτ. ’ναdινὰ Μ. Ἀσία (Κυδων.) γινατινὰ Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Τῆλ. Χίος κ.ἀ. ’νατ’νὰ Θεσσ. Λέσβ. Μακεδ. (Βλάστ. κ.ἀ.) Σκόπ. γιˬαναdινὰ Μ. Ἀσία (Κυδων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ 'Γουρκ. inadina = πεισμόνως, πεισματικά. Οἱ μετὰ τοῦ τ ἀντὶ d τύπ. πιθαν. ἐξ ἐπιδράσεως τοῦ οὐσ. γινάτι. Ὁ τύπ. ἐναdινὰ κατὰ τὸ συγγενὲς ἐνάντια.
Σημασιολογία
1) Μετὰ πείσματος, πεισμόνως ἔνθ᾽ ἀν.: Πααι’ ’νατ’νὰ Βλάστ. Ἰνατινὰ μοῦ τὸ κάνει καὶ δὲ bερνᾷ ’ποπὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γιναντινὰ τό ᾽καμι Σουφλ. Ὅλο ἰναdινὰ μοῦ πάεις Κρήτ. || ᾌσμ. Ἀφοῦ τοὺ πᾷς γινατινὰ νὰ μὲ βαρυκαρδίῃς, κάμε μέσ᾿ τοὺ χουράφι σου μιˬὰ φρίζα νὰ καθίῃς (φρίζα = πεζούλα) Χίος. Γινατινὰ των οὑλωνῶν τῶν dουσουμάνηδων σου, θὲ ν’ ἀσημώσω τὴν ἐλιˬὰ πού ’χεις ’ς τὸ μάουλό σ-σου (dουσουμάνηδες = ἐχθροὶ) Τῆλ. Γιναντινά σου θὰ γινῶ δέντρι ᾿ς τὸ μαχαλᾶ σου, νὰ μὲ θωροῦν τὰ μάτιˬα σου, νὰ κάβετ’ ἡ καρδιˬά σου Βουρλ. 2) Ὁργίλως, ἐχθρικῶς Λέσβ. κ.ἀ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA