γαργάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαργάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαργάρι ἐπίθ. οὐδ. ἀμάρτ. γαργάρ’ Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γάργαρος. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ οὐδετέρων ἐπιθέτων εἰς -ι ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 167 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Καθαρόν, διαυγὲς ἔνθ’ ἀν.: Νιρὸ γαργάρ’. 2) Οὐσ. πρᾶγμα καθαρὸν ἔνθ’ ἀν.: Ξαστέρουσι οὑ οὐρανός, ἔγινι γαργάρ’.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA