γινατιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γινατιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γινατιˬάζω πολλαχ. γινατιˬάζου Μακεδ. (Βόιον) Δαμασκ. Ἐράτυρ. κ.ἀ.) ᾽νατιˬάζου Μακεδ. (Βογατσ. κ.ἀ.) ’νατχιˬάζου Μακεδ. (Βλαστ. Γρεβεν. Κοζ. κ.ἀ.) ἰνατιˬάζω ἐνιαχ. ἰνατιˬάζου Στερελλ. (Σπαρτ. κ.ἀ.) γενατιˬάζω Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. δινατιˬάζω Μακεδ. (Αὐλ)

Ετυμολογία

Ἐκ του οὐσ. γινάτι.

Σημασιολογία

Ἐνεργ καὶ μεσ., καταλαμβάνομαι ὑπὸ θυμοῦ, ὀργίζομαι ἔνθ’ ἀν.: Μ’ τί ἰνατιˬάζιτι, πο͜ιὸς τοὺν ἔγγιˬουξι; (= ἐνόχλησε) Στερελλ. (Σπάρτ.) Γινάτχιˬασι κὶ τό ’δειρι τοὺ πιδὶ Μακεδ. (Γρεβεν.) Οἱ διˬαό’ γινιάτιˬασαν Μακεδ. (Δαμασκ.) Τότι οὑ βασιλιˬὰς γινάτιˬασιν κ᾽ ἤθιλιν νὰ σκουτώσ’ τ’ ἄλλα τὰ πιδιˬα τ᾽ (ἐκ παραμυθ.) Μακεδ. (Βόιον) ινατιˬασμένος πὼς ἦταν ’τ’μάσ’κιν νὰ τ᾿ς σκουτώσ’ αὐτόθ. Γ’νατχιˬάζουμι κὶ ’γὼ καμμιὰ βουλὰ κὶ μαλώνουμε Μακεδ. (Κοζ.) Συνών. γινατώνω, πεισμώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/