γινατιˬάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γινατιˬάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γινατιˬάρης ἐπίθ. πολλαχ. ᾽νατιˬάρ’ς βόρ. ἰδιώμ. ἰνατιˬάρης Πελοπν. (Βουρβ. Κυνουρ.) ἰναθιˬάρης Κρήτ. (Μαλάκ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γινάτι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρης.
Σημασιολογία
1) Πείσμων, ἰσχυρογνώμων ἔνθ’ ἀν.: Ἰναθιˬάρα ’ναι καὶ θὰ κακαποδώσῃ, μὰ δὲ gάνει ὅ,τι τσῆ λένε (θὰ κακαποδώσῃ = θα κακοπαθήσῃ) Μαλάκ. 2) Ὀργίλος, μνησίκακος, ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA