γαργαριστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαργαριστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαργαριστὸς (Ι) ἐπίθ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Οὐδ. γαργαριστὸ Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γαργαρίζω (Ι).

Σημασιολογία

1) Ὁ παράγων φλοῖσβον, ἐπὶ τοῦ ἀναβρύοντος ὕδατος Λεξ. Δημητρ. 2) Ἀήρ ἐλαφρῶς πνέων κατάλληλος διὰ λίχνισμα Πελοπν. (Βούρβουρ.): Εἴχαμε ἀέρα γαργαριστὸ καὶ γιˬ’ αὐτὸ τελε͜ιώσαμε γρήγορα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/