γαργαριστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαργαριστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαργαριστὸς (ΙΙ) ἐπίθ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) κ.ἀ. Στερελλ. (Παρνασσ.)-Γ᾿Επαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1, 258 γαργαλιστὸς Πελοπν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γαργαρίζω (ΙΙΙ), παρ’ ὃ καὶ γαργαλίζω, ὅθεν ὁ τύπος γαργαλιστός.

Σημασιολογία

1)Διαυγής, ἐπὶ ὕδατος Πελοπν. Στερελλ. (Παρνασσ.): Γαργαριστὸ βγαί’ τοὺ νιρὸ Παρνασσ. Νερὸ γαργαλιστὸ Πελοπν. 2) Ἀμειγής, καθαρὸς Πελοπν. (Βούρβουρ.): Τό ’κανε γαργαριστὸ τὸ γέννημα (τὸ καθάρισε καλὰ ἀποχωρίσας ὅλας τὰς ἀχρήστους ὕλας). 3) Κρυσταλλικός, ἀργυρόηχος, ἐπὶ φωνῆς Στερελλ. (Παρνασσ.): Γαργαριστὴ βγαί’ ἡ φουνή τ’. 4) Ἠχηρός, βροντώδης ΓἘπαχτίτ. ἔνθ’ ἀν.: Βρόντησε γαργαριστὴ ἡ φωνάρατου μέσα ’ς τὴ Μίνα. Πβ. γάργαρος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/