γαργαρολαιμοῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαργαρολαιμοῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαργαρολαιμοῦσα ἐπίθ. θηλ. Στερελλ. (Παρνασσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *γαργαρολαίμης καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -οῦσα, περὶ ἧς ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 37 (1925) 180 κἑξ.

Σημασιολογία

Ἡ ἔχουσα ἀπαστράπτοντα, λευκὸν λαιμὸν (διὰ τὴν σημασίαν πβ. γαργαρίζω (ΙΙΙ) 3= ἀπαστράπτω ἐκ λευκότητος): ᾎσμ. Εἰς τὰ ξένα γκεζεροῦσα καὶ τοὶς ὄμορφες κοιτοῦσα, ποι͜ὰ ἦταν ἄσπρη, ποι͜ὰ ἦταν ροῦσσα, ποι͜ὰ ἦταν γαργαρολαιμοῦσα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/