ἀντιδέσιμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιδέσιμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντιδέσιμο τό, ἀμάρτ. ἀdιδέσιμο Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. δέσιμο.

Σημασιολογία

᾿Αντίρροπος μαγικὴ πρᾶξις ἡ πρὸς λύσιν ἄλλης μαγικῆς πράξεως γινομένη, λύσις μαγικοῦ δεσίματος, διὰ τῆς ὁποίας ὁ ἀνὴρ καθίσταται ἱκανὸς πρὸς ἐκτέλεσιν τῶν συζυγικῶν καθηκόντων: Τοῦ ᾽καμε ἀdιδέσιμο κ᾿ ἡ ὑγεία του πάει καλά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/