γινώσκω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γινώσκω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γινώσκω Κύπρ. Πόντ. (Κερασ.) γινώω Κύπρ. (Κώμα Γιαλ.) ᾿νώκω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. γινώσκω παρὰ τὸ γιγνώσκω.
Σημασιολογία
1) Γνωρίζω Κύπρ. (Κώμα Γιαλ κ.ἀ.) ᾎσμ. Δοξάζω σε, καλὲ Θεέ, πού ’σαι ’ς τὰ ψηλωμένα ταὶ ποὺ γινώεις τὰ κρυφὰ ταὶ τὰ φανερωμένα 2) Ἐννοῶ, καταλαμβάνω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ Οἰν.): Ἦρτεν καὶ ’κ’ ἔγνωτσοἁ (ἦλθε καὶ δὲν τὸ κατάλαβα) Οἰν. Οὕς τἁ Καλαντόφωτα ὁ γάιˬδαρον πα ᾽νώκ’ ἀτο ντὸ μεγαλών’ ἡ μέρα (ὥς τὰ Κ. καὶ ὁ γάιδαρος ἐννοεῖ πὼς μεγαλώνει ἡ ἡμέρα. Καλαντόφωτα = αἱ ἔξ πρῶται ἡμέραι τοῦ Ἰανουαρίου) Κοτύωρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA