γινωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γινωτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γινωτὸς ἐπίθ. (Ι) ἐνιαχ. ’νατὲ Τσακων. (Μέλαν. Πραστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γίνομαι.

Σημασιολογία

1) Ὁ τεχθείς:  ἑρέκα ’νατὲ τὸ καμπζὶ ἅμα ’ζάκα (τὸ βρῆκα γεννημένο τὸ παιδί, ὅταν πῆγα) Πραστ. 2) Ὁ ἐπισυμβάς, ὁ γεγονώς: Ἐφύγκαῖ ’νατὲ ὁ γάμο (ἔφυγαν, ὅταν πλέον εἶχε γίνει ὁ γάμος) ἔνθ’ ἀν. 3) Ὁ ῆτοιμασμένος: Τὸ ’νατὲ ἄντε ν’ ἐκι ξείχα τὸ φοῦρνε (τὸ γινωμένο ψωμὶ τὸ ἔρριχνε ᾿ς τὸ φοῦρνο) Μέλαν 4) Ὥριμος: Ἔκι ζαλέχου τοὺ ’νατοὶ βότσου (ἐδιάλεγε τὰ γινωμένα ἀχλάδια) Πραστ. Οἱ ἀχράε οὔ’ ᾿νι ’νατοὶ (τὰ ἀχλάδια δὲν εἶναι ὥριμα) Μέλαν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/