ἀντιδιˬαγέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιδιˬαγέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιδιˬαγέρνω ἀμάρτ. ἀdιγιˬαγέρνω Κρήτ. ἀdιγιˬαέρνω Κρήτ. (Μύρθ.) ἀdιγαέρνω Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. διˬαγέρνω.
Σημασιολογία
1) Ἐπιστρέφω, ἐπανέρχομαι, γυρίζω ὀπίσω ἔνθ' ἀν.: ᾿Αdιγιˬαγέρνω νὰ σὲ χαιρετίσω (νὰ σὲ ἀποχαιρετίσω). Ἀdιγάειρα καὶ δὲ ᾿ὰ μοῦ πάῃ σὲ καλὸ (καὶ δὲ θὰ μοῦ βγῇ σὲ καλὸ) Ἀdιγιˬάειρες, μωρὲ θεοκατάρατε! ᾽Αdιγάειρε νὰ πάρῃ τὸ τουφέκι του. Ἔπεσε ἡ πέτρα κιˬ ἀdιγιˬάγειρε καὶ τὸν ἐσκότωσε. || ᾎσμ. ᾿Αdιγαέρ᾿ ὁ βασιλεˬὰς 'ς τὸ θρόνο του νὰ κάτσῃ, τοῦ Ρούσου γράμμα ἔστειλεν εὐτὺς μ᾿ ἕναν ᾿Αράπη. 2) ’Επαναλαμβάνω ἐργασίαν τινά, οἷον τὸ πότισμα ἐν τῷ κήπῳ Κρήτ. (Μύρθ.) 3) Μετβ. στέλλω ὀπίσω Κρήτ.: ᾎσμ. ᾿Αdιγαέρν᾿ ἡ θάλασσα ἀγέρα μυρωδᾶτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA