γιˬόθος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬόθος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬόθος ὁ, πολλαχ γιˬόθους βόρ. ἰδιώμ. γιόθ-θος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κουρ. Κύμ. Ὀξύλιθ. κ.ἀ.) Ἰων. (Καράμπ) Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Κῶς Ρόδ. Ψαρ. γιˬότ-θος Ἀστυπ. Κάλυμν. Κάρπ. Κῶς Νίσυρ. Ρόδ. Σύμ γιˬότ-τος Ρόδ. Σύμ. γιότ-ος Κῶς (Καρδάμ.) Ρόδ. γιˬότος Πελοπν. (Ἄρν. Ζελίν. Λεῦκτρ. Πλάτσ.) γιˬότσος Πελοπν. (Κατσουλαίικ.) γιˬόφος Χίος γιˬόππος Χίος γιˬόθε Τσακων. γκιˬόθρε Τσακων. ᾽ιˬόθος Νάξ.(Βόθρ.) Σέριφ. ’όθος Ζάκ. Νάξ. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Μάν. Ξεχώρ.) ἀγιˬόθος Μῆλ. διˬόθος Κρήτ. (Πρασ. Σέλιν. κ.ἀ.) γόθος Πελοπν. (Συκιὰ Λακων.) ζοχὸς Πελοπν. (Ἀράχ. Οἰν.) ζόχους Θεσσ. (Βαθύρρ.) γιˬάθος Λευκ. ἀγιˬάθος Θήρ. Κύθηρ. διˬάθος Κεφαλλ. ζάθος Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Καστ. Λευκ. - Α. Βαλαωρ., Ἔργα, 3,378- Λεξ. Βλαστ., 438 ζάχους Στερελλ. (Ἀκαρναν.) ’έτθος Κάλυμν. γιˬάτο τό, Τῆν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἴονθος. Βλ. Φ. Κουκουλ. εἰς Ἀθηνᾶν, 27 (1915) Λεξικογρ. Ἀρχ., 84. Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,161 249.2,327,355. Ὁ τύπ. ζάθος ἐκ τοῦ διˬάθος. Πβ. Μ. Φιλὴντ., Γλωσσογν., 1,148. Ὁ τύπ. ζάχους ἐξ ἀμαρτ. διˬάχους καὶ διˬάχος, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ διˬάθος δι᾽ ἀνομ. Ὁ τύπ. ζοχὸς διὰ τὸν αὐτὸν λόγον ἐκ τοῦ διˬόθος κατὰ τὸ σχῆμα τοῦ ὁμων σόχος-ζόχος- ζοχός.
Σημασιολογία
1) Ἡ προνύμφη τοῦ ἐντόμου Ὑπόδερμα τοῦ βοὸς (Hypoderma bovis) ,τῆς οἰκογ. τῶν Οἰστριδῶν (Oestridae) πολλαχ.: Ἡ γίδα μου εἶναι γιˬομάτη γιˬόθ-θους Εὔβ. (Κουρ.) Τὰ γίδιˬα γιˬόμισαν γιˬότους Πελοπν (Λεῦκτρ.) Πιˬάσανε τὰ γίδιˬα γιˬότους Πελοπν. (Πλάτσ.) Οἱ διˬόθοι βγαίνουνε τὰ πρωτοβρέξιˬα Κρήτ. (Πρασ.) Τ’ ἀδύνατα τὰ γίδιˬα κὶ τὰ γιλάδιˬα βγάζ’ν ζοχοι. Πιάν’ν ἕνα σ᾿λή᾿ ᾿ς τοὺ κουρμὶ τ᾿ς Θεσσ. (Βαθύρρ) || Φρ. Μὲ τρώει ὀ γιˬόθος μου (μὴ ὑπακούων εἴς τινα κινδυνεύω νὰ δαρῶ ἑκουσίως) Εὔβ. (Ὄρ.) || Ποίημ. Δὲν εἶναι κρῖμα, λιγδερὸ ’ς τ’ ἀχούρι νὰ κυλε͜ιέται, ν’ ἀναχαράζῃ βάρυπνο, νὰ τὸ τρυποῦν οἱ ζάθοι καὶ νὰ περνᾷ ’ς τὸν κάματο τοῦ λιναριˬοῦ τὰ πάθη; Α. Βαλαωρ., Ἔργα, 3,378. Συνών βούγκρι, γιˬοθάρι, γιˬόθι, ὄγκρος. 2) Ἡ ὑπὸ τοῦ ἐντόμου τούτου προκαλουμένη νόσος ἐπὶ τῶν ἰσχνῶν βοῶν καὶ τῶν αἰγῶν, ἐκδηλουμένὴ δὲ διὰ μικρῶν ἐξογκωμάτων ἑκατέρωθεν τὴς σπονδυλικῆς στήλης πολλαχ. καὶ Τσακων. (Χαβουτσ.) Πβ. ἀνεμίστακας Ι. Συνών. ὄγκρος. β) Κατ’ ἐπέκτ. ἀδύνατος, ἐπὶ αἰγοπροβάτων Σάμ.: Ἀπ’ αὐτόνι τοὺ γιˬόθου τί πιριμέ’ς; 3) Μικρὰ ὀπὴ ἐπὶ κατειργασμένου δέρματος βοῶν ἢ αἰγῶν ὀφειλομένη εἰς τὴν ὡς δίνω νόσον πολλαχ.: Ἤσφαξα τὸ dράγο γιˬὰ νὰ κάμω ’να dουλούμι, μὰ εἶναι ἡ προβιˬά dου ὅλο γιˬόθους Κρήτ. (Σητ.) Ἡ προβgιὰ τοῦ ριφιˬοῦ ’ὲν εἶναι gαλή, εἶναιγ-γεμάτη γιˬότ-θους Κῶς. Νὰ ’χῃς τὸ νοῦ σου μὴ σοῦ δώσῃ κανένα τομάρι τσ’ ἔχει ’όθους Πελοπν. (Ξεχώρ.) || ᾌσμ. Ἀπῆς γεράσῃ ἄθρωπος, κάνει ὅ μυˬαλός του γιˬόθους, μιλεῖς του καὶ σὰ νὰ χτυπᾷς εἰς τὸ χαράκι γρόθους Κρήτ. 4) Μικρὸν ἐξάνθὴμα ἐπὶ τοῦ προσώπου, ἀκμὴ Ζάκ. Κάρπ. Κῶς (Καρδάμ. κ.ἀ.) Ρόδ. Σύμ. Χίος: Ἡ μούρη της εἶναι γ-γεμάτη γιˬότ-ους Καρδάμ. Ἔχει τὸ πρόσωπο γεμᾶτο γιόθ-θους Ρόδ. Τὸ πρόσωπον αὐτῆς ’ιˬὰ τῆς κόρης εἶναι γ-γεμᾶτο γιˬόθ-θους Κάρπ. 5) Ἀπόστημα ὀδόντος Μύκ. Ἡ σημ καὶ ἀρχ. Πβ. Θεοφρ. Ἱδρ 16: «ἐπάρσεις ἰονθώδεις».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA