γιˬὸκ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬὸκ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Μόριο
Τυπολογία
γιˬὸκ μόρ. σύνὴθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) γιˬὸχ Πόντ (Ἀντρεάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yok = ὄχι.
Σημασιολογία
Ὄχι ἔνθ᾽ ἀν.: Γιˬὸκ ’κ’ εἶδα τον (ὄχι δὲν τὸν εἶδα) Πόντ. (Τραπ.) Γιˬὰ ναὶ ’πέ, γιˬὰ γιˬὸκ (ἢ συμφώνὴσε ἢ ἀρνήσου) αὐτόθ. Βερεσὲ γιˬόκ! Στερελλ. (Εὐρυταν.) Ὁ εἶς ἔλεεν, ἐσὺ ἐπέρασες ἀδαμερέαν, ὁ ἄλλος ἔλεεν, γιˬὸχ ἐσὺ ἐδέβες ἐκειμερέαν (ἀδαμερέα = ἀπ’ αὐτὸ τὸ μέρος, ἐκειμερἐα = ἀπ’ ἐκεῖνο τὸ μέρος) Πόντ. (Ἀντρεάντ.) Γιˬοκ νὰ γένω! (εἴθε νὰ ἀποθάνω· ἀρὰ) Μακεδ. (Νάουσ.) || Παροιμ. φρ. Μάλτα γιˬόκ! (σκωπτικῶς μὲν ἐπὶ τῶν Τούρκων, ὡς ἀδαῶν ναυτικῶν, μὴ δυνηθέντων κατὰ τὴν παράδοσιν νὰ ἀνεύρουν διὰ πλοίου τὴν Μάλταν, παιγνιωδῶς δὲ ὑπὸ τοῦ λαοῦ πρὸς δήλωσιν μὴ ἀνευρέσεως ζητουμένου τόπου) πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA