ἀσημόνημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημόνημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσημόνημα τό, αμάρτ ἀσημόγνεμα Ζάκ. Ἤπ. κ.ἀ. - Λεξ. Βλαστ. 490 Δημητρ. –Κ. Παλαμ. Πεντασύλλ. 134 ἀσημόγνιμα Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ νῆμα, παρ᾽ ὃ καὶ γνέμα.
Σημασιολογία
Λεπτὸν ἀργυροῦν νῆμα ἔνθ᾽ ἀν.: Κεντάει ὁλημέρα μ᾽ ἀσημογνέματα καὶ μὲ χρυσογνέματα Ἤπ. Χρειάζομαι ἀσημόγνεμα γιˬὰ νὰ γνέσω ἀσημόκλωστες αὐτόθ. || ᾎσμ. Κιˬ ἀσήμι κιˬ ἀσημόγνεμα, κλωνιˬὰ μαργαριτάρι Ζάκ. - Ποίημ. Ξωτικές! καὶ ντύνονται | καθεμιˬὰ τό φόρεμα μὲ τ᾽ ἀσημογνέματα | καὶ τὰ χρυσορράμματα Κ. Παλαμ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA