γιˬοκλαμᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬοκλαμᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬοκλαμᾶς ὁ, Κρήτ. (Νεάπ.) Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) γιˬουκλαμᾶς Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yoklama = ψηλάφησις, ἐξέτασις, ἐπιθεώρησις.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ ἀστυνομικῆς, δικαστικῆς ἐνεργείας, σωματικὴ ἢ κατ’ οἶκον ἔρευνα, ἐπιθεώρησις Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) 2) Ἀναθεώρησις, ἐπαλήθευσις μετρήσεως, ὑπολογισμοῦ, λογαριασμοῦ Ἴμβρ.3) Διαπόμπευσις, διασυρμὸς Κρήτ. (Νεάπ.): Τὸν ἤπιˬασε ὁ δραγάτης κ’ ἤκλεφτε πορτοκάλλιˬα καὶ τοῦ ᾿καμε ἕνα γιˬοκλαμᾶ ’ς τὸ χωριˬό, ποὺ δὲ λέγεται.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA