γιˬοκλαντάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬοκλαντάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬοκλαντάρω ἐνιαχ. γιˬοκλαdάρω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γιˬοκλαντίζω, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς ἄλλα ρ. λήγοντα είς -άρω.
Σημασιολογία
1) Ἐρευνῶ, ἐξετάζω: ᾎσμ. Γυρίζει τὸ σκυλλὶ νἀ γιˬοκλαdάρῃ, γυρίζει νὰ μετρήσῃ πλήσιˬ’ ἀσκέρι, πόσες χιλιˬάδες σέρνει νὰ κατέχῃ Συνών. γιˬοκλαντίζω. 2) Περιφέρομαι, κόβω βόλτες : Δὲ μοῦ λέεις, ἐπαδὰ ἀπόξω ἀποὺ τὸ σπίτι θὰ γιˬοκλαdάρῃς; Ποῦ γιˬοκλαdάριζες;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA