ἀντιδόνημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιδόνημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιδόνημα τό, ἀμάρτ. ἀντιδόνεμαν Πόντ. (Κερασ. Σάντ.) ᾽dιδόνισμα Σύμ. ἀντιόνισμα Κάρπ. Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀντιδονῶ.
Σημασιολογία
1) Βόμβος, ἦχος, οἷον ὁ ἐκ τῆς κρούσεως ἠχηροῦ τινος παραγόμενος Πόντ. (Κερασ. Σάντ.) Σύμ.: Κάμνει ἕνα ᾿dιδόνισμα ἡ καbάνα μας ποῦ ᾽γροικε͜ιέται ᾿ς τὀν Νιbορε͜ιὸ Σύμ. β) Ὁ ἐκ τῆς ἰσχυρᾶς φορᾶς λίθου κττ. συριγμὸς ἢ βόμβος Ρόδ. 2) Μεταφ. ἡ σκέψις εἰς τὴν ὁποίαν ὑποβάλλεταί τις πρὸς ἀπάντησιν εἰς αἰνιγματώδη ἐρώτησιν Κάρπ.: Αὐτὸς εἶναι σὲ ἀντιόνισμα γιˬὰ νὰ βρῇ τὰ ὀνόματα (δηλ. ἐρωτηθεὶς εἰς ποίας οἰκογενείας ὑπάρχουν τὰ δεῖνα ὀνόματα). Συνών. ἀντιδονημός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA