γιˬολαντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬολαντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬολαντίζω Θρᾴκ. (Γάν. Γανόχ.) γιˬολαdίζω Α. Ρουμελ. (Μεσημβρ.) γιˬολαντίζου Σκῦρ γιˬουλαdίζου Λέσβ. γιˬολατίζω Μεγίστ. γιˬολαντῶ Καππ. (Φλογ.) γιˬολατῶ Καππ. (Φλογ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yollamak = στέλλω, ἀποστέλλω.
Σημασιολογία
1) Στέλλω, ἀποστέλλω Καππ. (Φλογ.): Τὸ παιδὶ ἄλλο δὲν τὸ γιˬολατᾷ ’ς σα᾿ κιˬοκλιούχιˬα (τὸ ἀγόρι πιὰ δὲν τὸ στέλνει στὰ γαλλόπουλλα) Γιˬολάτ’σεν ’ς σὸ παππᾶ μ’ χαρτὶ ἐγώνα νὰ φύω ᾿ς σὸ χωριˬό. 2) Ἐκδιώκω, φυγαδεύω Α. Ρουμελ (Μεσημβρ.) Θρᾴκ. (Γάν. Γανόχ.) Καππ. (Φλογ.) Λέσβ. Μεγίστ.: Μή, Μαρτίνη μου, μὴ μὲ γιˬολαντίζῃς, ἐγὼ γιˬὰ σένα ἦρτα! Γανόχ. Γιˬουλάd’σι μας οὕ’ σβάρνα, τσ᾽ ἀπουμείναν μουναχοί dουν Λέσβ. 3) Προετοιμάζω τῆν ἀναχώρησιν κάποιου Σκῦρ.: Θέλου νὰ γιˬολαντίσου τὸν ἄντρα μου, γιˬατ᾿ θὰ φύῃ σύναυγο (= πολύ πρωΐ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA