γιˬολάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬολάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬολάρω (Ι) ἐνιαχ. γιˬολ-λαρω Κύπρ. (Κώμα Γιαλ.) γιˬογλάρω Κρήτ. (Νεάπ.) γιˬογλέρνω Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yollamak = στέλλω, ἀποστέλλω.
Σημασιολογία
Ἡ κατάλ. πιθαν. κατά τι συνών. εἰς -άρω, ὡς τὸ μὴ τυπωθὲν βιˬολάρω ἐκ τοῦ Ἰταλ. violare. Ἐκ τούτου μάλιστα θὰ ἠδύνατο νὰ προκύψῃ καὶ φωνητικῶς : * βιολάρω > βγιˬολάρω > γιˬολάρω. Παρακινῶ κάποιον ἐπιμόνως, ἐκβιάζω κάποιον νὰ φύγῃ ἔνθ᾽ ἀν.: Μό’ς καὶ κατάλαβε πὼς ὁ φαμέγιˬος ποὺ πῆρε δὲν εἶχε παστρικὰ χέριˬα, τὸν ἐγιˬόγλαρε τὴν ἴδιˬα μέρα Κρήτ. (Νεάπ.) Γιˬόγλαρε τον νὰ φύγῃ, γιˬατὶ θ᾿ ἀργήσῃ νὰ πάῃ καὶ θὰ μαλώνῃ ὁ πατέρας του Κρὴτ. (Σητ.) Γιˬογλαρισμένο τὸν ἔχουνε καὶ γιˬὰ ’κε͜ιονά ’ρθε αὐτόθ. Πότε νὰ τὸγ-γιˬολ-λάρουμεν ταὶ τοῦτον, νὰ ἡσυχάσουμεν! (ἡ μήτηρ περὶ τοῦ ἀνυποτάκτου τέκνου τὴς) Κύπρ. (Κώμα Γιαλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA