γιˬολντάσικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬολντάσικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬολντάσικος ἐπίθ. ἐνιαχ. γιˬολdάσικος Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬολντάσης, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ γιˬολdάσης, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ικος.

Σημασιολογία

Ὁ ἀνήκων ἢ ὁ ἀναφερόμενος, ὁ προσιδιάζων εἰς γιˬολdάσην, φιλικός, συντροφικός. β) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., ἡ συντροφιά, ἡ ἀγάπη : ᾎσμ. Δὲ θέλω ’γὼ παράδεισο ν-οὐδ’ ἐκκλησιˬὰ ν’ ἁγιˬάσω, μόν θέλω τὸ γιˬολdάσικο, νὰ παίξω, νὰ γελάσω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/