ἀσημοπίρουνο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημοπίρουνο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσημοπίρουνο τό, ἀσημοπέρονο Ἤπ. ἀσημοπίρονο Ἰων. (Κάτω Παναγ.) –Λεξ. Δημητρ. ἀσημοπίρουνο πολλαχ. ἀσημουπίρουνου Στερελλ. (Ἀράχ.) ἀσ’μουπίρουνου Στερελλ. (Ἀράχ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ πιρούνι.
Σημασιολογία
1) Ἀργυροῦν πιρούνι πολλαχ.: Φρ. Ἄν εἶχις γνῶσ’ θά ’τρουγις μ᾿ ἀσ’μουπίρουνα (πρὸς τὸν δι’ ἀνικανότητα ἀπολέσαντα εὐκαιρίαν πλουτισμοῦ) Ἀράχ || ᾌσμ. Κὶ τὰ ἀσημουπίρουνα ξιτιμημοὺς δὲν εἶχαν αὐτόθ. Μάννα, σὰν ἔρκ’ ὁ Κωσταντῆς βάρ’ του φαγεῖ νὰ φάῃ, βάρ’ του κι ἀσημοπίρονα καὶ ἀσημοκουτάλιˬα Κάτω Παναγ. 2) Ἀργυροῦς ἧλος Ἤπ.: ᾌσμ. Μαλαματένια πόρτα μ’ ἀσημοπέρονα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA