ἀντίκαμμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντίκαμμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντίκαμμα τὸ, Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κάρπ. Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. *κάμμα.

Σημασιολογία

1) Καμπή, κλίσις Κάρπ.: ᾽Αντίκαμμα τοῦ ἥλιˬου (ἡ κλίσίς του πρὸς τὴν δύσιν). 2) Τὸ ἄκρον τοῦ ἀγροῦ κατὰ τὰς παραλλήλους πλευράς, ὅπερ μένει ἀκαλλιέργητον ἕνεκα τῆς καμπῆς τῶν ἀροτριῶντων βοῶν Μακεδ. Συνών. ἀπογύρισμα. β) Ἡ κατὰ κάθετον διεύθυνσιν ἀροτρίασις τοῦ ἄκρου τοῦ ἀγροῦ τοῦ παραμείναντος ἀκαλλιεργήτου κατὰ τὴν κατὰ μῆκος ἄροσιν Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/