ἀντικλάδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντικλάδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντικλάδι τό, Κέρκ. Πελοπν. (Μάν.) -ΓΜαρκορ. Ποιητ ἔργ. 23
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. κλαδί.
Σημασιολογία
1) ᾿Ατραπὸς συντομεύουσα μακροτέραν ὁδὸν Κέρκ. -ΓΜαρκορ. ἔνθ’ ἀν.: Ἀντικλάδι τοῦ χωριοῦ (ἡ εἰς τὸ χωρίον φέρουσα ἀτραπὸς) Κέρκ. || Ποίημ. Θά ’ναι, στοχάζεται, κοντὰ ’ς το πέρα μοναστήρι, μέσ᾽ ᾿ς τ᾿ ἀντικλάδι τοῦ χωριˬοῦ, 'ς τὴ βρύσι, ’ς τὸ γιˬοφύρι ΓΜαρκορ. ἔνθ’ ἀν. 2) Τὸ μέρος τῆς διασταυρώσεως δύο ὁδῶν Κέρκ. Πελοπν. (Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA