ἀντικληνάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντικληνάρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀντικληνάρα ἡ, ἀμάρτ. κλιτσηνάρα Πελοπν. (Βούρβουρ. Μεγαλόπ. Σιδηρόκαστρον Τριφυλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀντικληνάρι κατὰ τύπ. μεγεθ.

Σημασιολογία

1) Τὸ λιπόσαρκον σκέλος Πελοπν. (Βούρβουρ.) 2) Ἡ παρὰ τὰ σφυρὰ καὶ ὄπισθεν αὐτῶν χώρα τοῦ ποδὸς Πελοπν. (Σιδηρόκαστρον Τριφυλ.): Τὸν ἐχτύπησε ’ς τὸ πόδι καὶ τὸν πέτυχε ᾿ς τὴν κλιτσηνάρα. Ἔκαμε πληγὲς τὸ γίδι ᾿ς τοὶς κλιτσηνάρες. 3) Ἡ κλείδωσις τοῦ γόνατος Πελοπν. (Μεγαλόπ.) 4) Μεταφ. ὁ ὑψηλὸς καὶ ἰσχνὸς ἄνθρωπος Μακεδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/