ἀντικληνάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντικληνάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντικληνάρι τὸ, ἀμάρτ. τσικληνάρι Κεφαλλ. κλιτσηνάρι ᾿Αθῆν. Θρᾴκ. Πελοπν. (’Ολυμπ. Σουδεν.) κλιτσ’νὰρ’ Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀντικλήνι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρι. Διὰ τὴν ἀντιμετάθεσιν τῶν συμπλεγμάτων τσ καὶ κλ πβ. δειλινὸ-λειδινὸ κττ.

Σημασιολογία

1) Κνήμη Πελοπν. (᾿Ολυμπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἰκεῖ ἔτρουγαν τὰ κλιτσ’νάριˬα τοῦ μ᾽λαριˬοῦ τὰ ὄρνεˬα Αἰτωλ. β) Κνήμη ἰσχνή, λιπόσαρκος διὰ νόσον, καχεξίαν κττ. Κεφαλλ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Αὐτὰ δὲν εἶναι ποδάριˬα, εἶναι τσικληνάριˬα Κεφαλλ. Τί τσικληνάριˬα εἶν᾽ αὐτὰ πὄκαμες; αὐτόθ. Δὲ θὰ δυναμώσουνε τὰ τσικληνάριˬα σου: αὐτόθ. Κλιτσ’νάριˬα εἶνι τὰ πουδάριˬα ἰ’νοῦ ἰκεῖ Αἰτωλ. 2) Καθόλου, τὸ ὅλον σκέλος, ὁ πούς, ἰδίᾳ ὁ ἰσχνὸς καὶ μακρὸς Θρᾴκ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Μάζουξι τὰ τσικληνάρια σ’ Αἰτωλ. 3) Τὸ μεταξὺ τοῦ τένοντος καὶ τῶν σφυρῶν τοῦ ὀπισθίου ποδός, ὁπόθεν ἀναρτῶνται τά σφάγια Μακεδ. (Καταφύγ.) Πελοπν. (Σουδεν.): Κάθι πρόβατον ἀπ’ τοῦ κλιτσ’νάρι τ᾿ κρέμιτι Καταφύγ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/