ἀντικορμίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντικορμίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντικορμίζω ἀμάρτ. ἀdικορμίζω Κρήτ ἀdικορμῶ Κρήτ. (Βιάνν.) ’dικορμῶ Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. *κορμίζω < κορμί.
Σημασιολογία
1) Προκαλῶ ἀντίστασιν δι᾿ ὅλου τοῦ σώματός μου καὶ οὕτω σύρω τι πρὸς ἐμαυτὸν ἤ ἀπωθῶ τι Κρήτ.(Βιάνν. κ.ἀ.) Μέσ. λαμβάνω στάσιν ἀμύνης, ἀνθίσταμαι: ’Αdικορμίσου, μωρέ! Κρήτ. β) Κλίνω τὸ σῶμα πρὸς τὰ ὀπίσω Κρήτ. 2) Λυγίζομαι, κάμπτομαι Κρήτ. (Σητ.): ᾽Εdικόρμισ’ ἡ σκαλίδα κ’ ἤσπασε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA