ἀντικοτῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντικοτῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντικοτῶ Ἤπ. Κάρπ. ἀντ’κουτῶ Μακεδ. (Βελβ. Κοζ.) ἀντ’κουτοῦ Θρᾴκ. (Σιρέντζ.) ἀντικοτάω Κέρκ. (’Αργυρᾶδ.) ἀντικουτάω Κέρκ. (Κάτω Γαρ.) ἀντικουτάου Ἤπ. (Ζαγόρ. Χουλιαρ.) Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) ἀντικοντῶ Εὔβ κ.ἀ. ἀντικουντάου Μακεδ. ἀδ᾽κουτῶ Ἴμβρ. ᾿ντικοτῶ Κάρπ. 'δικοτάω Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. κοτῶ. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ ντι εἰς δι ἐν τῷ τύπ. ἀδ'κουτῶ πβ. ἀγνάντιˬα-ἀγνάdιˬα-ἀγνάδιˬα, ἀραdίζω-ἀραδῶ κττ.
Σημασιολογία
1) ᾿Εναντιοῦμαι, ἀνθίσταμαι Εὔβ. Ἤπ. (Χουλιαρ.) Μακεδ. (Κοζ.): Τοὺν ἔβαλα μπρουστὰ κι᾿ δὲν ἀντ’κότ’σι Κοζ. 2) Θεωροῦμαι ὑπαίτιος κακοῦ τινος, ὑπόκειμαι εἰς μομφὴν Κάρπ.: Ὅλο σοῦ ἀντικοτῶ (συνών. φρ. μ᾽ ἔχεις ᾿ς τὸ μάτι). β) ’Ενοχλῶ, ἐρεθίζω τινὰ Κάρπ.: Ἀτουὰ ποῦ κάομαι σ᾿ ἀντικοτῶ; ’È σὲ θέλω νὰ σὲ βλέπω, μ᾿ ἀντικοτᾷ (ἀτουὰ=αὐτοῦ δά, κάομαι=κάθομαι). Σὲ ᾽ντικότησα πάλι σήμερο; γ) Θεωρῶ τινα ὑπαίτιον, αἰτιῶμαί τινα Κάρπ.: Ὁ εἷς τοῦ ἄλλ' ἀντικοτᾷ. 3) ᾽Επὶ τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων, προσπίπτω ἀντιθέτως πρὸς τὴν ὅρασιν καὶ οὕτω ἐνοχλῶ, ἐρεθίζω Θρᾴκ. ('Αδριανούπ. Σιρέντζ. κ.ἀ): Μ’ ἀντικότ’σε ὁ ἣλιˬος καὶ δὲ βλέπω Σιρέντζ. β) Κυριολ. καὶ μεταφ. ἀκτινοβολῶ Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.): Φρ. ᾿Αστράφτει καὶ ᾽δικοτάει. 4) Βάλλω εἰς τὸν νοῦν μου, φαντάζομαι Ἴμβρ.: Αὐτὸ τοὺ πρᾶμα δὲ dοὺ ἀδ’κότ’σα. 5) Κάμπτομαι, κλίνω Ἤπ. Κέρκ. (᾽Αργυρᾶδ. Κάτω Γαρ.) Μακεδ.: ᾌσμ. Ἀντικοτάει ὁ καλαμεˬάς, φιλεῖ τὸ κυπαρίσσι ’Αργυρᾶδ. Τὸ ’να φυτρώσιν κάλαμους κὶ τ’ ἄλλου κυπαρίσσι, ἀντικουντάει οὑ κάλαμους, φιλεῖ τοὺ κυπαρίσσι Μακεδ. 6) ᾿Αντηχῶ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βελβ.): ᾿Αντικουτοῦν τὰ πλάιˬα Ζαγόρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA