ἀντικούκκουδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντικούκκουδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντικούκκουδο τό, ἀμάρτ. ἀdικούκκουδο Σύμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. κουκκούδι.

Σημασιολογία

Ἐξάνθημα τοῦ δέρματος: Μοῦ βγῆκαν ἀdικούκκουδα. Συνών. σπυρί, σπιθούρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/