ἀντικουμπῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντικουμπῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντικουμπῶ ἀμάρτ. ἀdικουbῶ Κρήτ. ἀdικουbίζω Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. κουμπῶ, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀκκουμπῶ.
Σημασιολογία
1) Στηρίζομαι: ᾿Αdικούbησε ’ς τὸ θε͜ιό μου. Συνών. ἀκκουμπῶ Α1. 2) Μεταφ. Προφθάνω, καταλαμβάνω: ᾎσμ. ’Σ τὴ gούρτα ’ς τὴν ἀχλαδουρέ, ποῦ ᾽ναι τὸ λιβαδάκι, ἐκειδὰ μ’ ἀdικούbησε κ’ ἐχόρεψα λιγάκι (ἐκεῖ μ᾿ ἔπιασε ὁ ρῖγος, ὁ πυρετός, καὶ μ᾿ ἔκαμε νὰ χορέψω λίγο. κούρτα=μάνδρα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA